ὄλυραι

ὄλυραι
ὄλυραι
Grammatical information: f. pl., rarely sg.
Meaning: kind of grain like ζειαί, usu. tranlated with `spelt- (corn)', also with `durra' (Egypt) (Il., Hdt., D., Thphr.; cf. Moritz ClassQuart. N.S. 5, 129 ff.).
Compounds: As 1. member e.g. in ὀλυρο-κόπος m. '.-beater, -baker' (pap. IIIa; Mayser Pap. I. 3, 165).
Derivatives: ὀλύρ-ινος '.-ferous, made of .' (pap. IIIa Gal.), -ίτης (ἄρτος) m. `bread made of ὄ' (LXX; Redard 90).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Isolated culture-word; cf. on 2. ἔλυμος and ὄλυνθος; also οὑλαί. So Pre-Greek; cf. αχυρα.
Page in Frisk: 2,384

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀλύραι — ὀλύ̱ρᾱͅ , ὄλυρα rice wheat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλυραι — ὄλῡραι , ὄλυρα rice wheat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουλαί — οὐλαί, αττ. ὀλαί, αἱ (Α) χονδροκομμένο, χονδραλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία («ἑτέρη δ ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε κάποιο αγροτικό έθιμο.… …   Dictionary of Greek

  • όλυρα — η (ΑΜ ὄλυρα) νεοελλ. 1. βοτ. φυτό τής οικογένειας αγρωστώδη 2. φρ. «ερυσιβώδης όλυρα» (φαρμ.) ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα σκληρώτια μύκητα τού γένους κλάβιτσεψ, που περιέχουν διάφορες αλκαλοειδείς κυρίως ουσίες, όπως εργοταμίνη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”